αγιογράφηση

αγιογράφηση
αγιογράφηση η
роспись храма

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αγιογράφηση" в других словарях:

  • Μουσείο Γιώργου Γουναρόπουλου — Στεγάζεται στο σπίτι ατελιέ (Γουναρόπουλου 6, Ζωγράφου) όπου έζησε μετά την επιστροφή του από το Παρίσι μέχρι το θάνατό του, το 1977, ο Γιώργος Γουναρόπουλος και ζωγράφιζε τις ονειρικές του μορφές. Γεννημένος στη Σωζόπολη των βουλγαρικών ακτών… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Μονή — I (Ζωοδόχος Πηγή).Γυναικείο ησυχαστήριο κοντά στο Ναύπλιο, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Αργολίδας. Ιδρύθηκε το 1143 από τον επίσκοπο Άργους και Ναυπλίου Λέοντα. Το καθολικό, αφιερωμένο στη Ζωοδόχο Πηγή, κτίσμα του 12 αι., είναι καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Αγνούντος, μονή — Διαλυμένο μοναστήρι του νομού Αργολίδος, βορειοδυτικά της Νέας Επιδαύρου, το οποίο εξαρτάται από την ομώνυμη μητρόπολη. Η ίδρυσή του ανάγεται στον 8o 10o αι. Το καθολικό, ρυθμού μονόκλιτης βασιλικής με τρούλο, είναι έργο του 11ου αι. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Διχούνι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 36 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, κοντά στα όρια με τον νομό Θεσπρωτίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μολοσσών. Διχουνίου, μονή. Μοναστηριακό μετόχι στον …   Dictionary of Greek

  • Ζωοδόχου Πηγής, μονή — Γυναικείο μοναστήρι του νομού Μεσσηνίας, ΒΑ της Καλαμάτας, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Μεσσηνίας. Το καθολικό κτίσμα του 12ου ή των αρχών του 13ου αι. είναι εκκλησία σταυροειδής τετράστυλος με τρούλο. Από την παλιά αγιογράφηση έχουν… …   Dictionary of Greek

  • Κακαβάς — I Επώνυμο αγιογράφων των μεταβυζαντινών χρόνων.1. Δημήτριος (β’ μισό 16ου – αρχές 17ου αι.). Εργάστηκε από το 1590, οπότε ζωγράφισε τις τοιχογραφίες του μοναστηριού της Μαλαισίνας, έως το 1632, που διακόσμησε το καθολικό του μοναστηριού της Γόλας …   Dictionary of Greek

  • Κεφαλονιά — Νησί (781,49 τ. χλμ., 36.404 κάτ.), του Ιονίου πελάγους με πρωτεύουσα το Αργοστόλι. Είναι γνωστό και ως Κεφαλληνία. Αποτελεί το μεγαλύτερο νησί των Επτανήσων και το έκτο μεγαλύτερο της Ελλάδας. Βρίσκεται απέναντι από τον Πατραϊκό κόλπο. Το… …   Dictionary of Greek

  • Λαζαρής, Θεόδωρος — (Λιβαδειά 1882 – Αθήνα 1978). Ζωγράφος και αγιογράφος. Ξεκίνησε τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων αναγκάστηκε να τις διακόψει και να συμμετάσχει στις πολεμικές επιχειρήσεις· τελικά… …   Dictionary of Greek

  • Λιώκης, Επαμεινώνδας — (1919 – 1966). Ζωγράφος. Γιος αγιογράφου, ασχολήθηκε και ο ίδιος με την αγιογραφία, αλλά παράλληλα φιλοτέχνησε και τοπία καθώς και άλλα ζωγραφικά έργα. Σε αυτόν οφείλεται η αγιογράφηση ναού στον δήμο Παπάγου της Αττικής. Παρουσίασε επίσης σε… …   Dictionary of Greek

  • Λύτρας, Nικηφόρος — (Πύργος Τήνου 1832 – Αθήνα 1904). Ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της ελληνικής τέχνης του 19ου αι. Ξεκίνησε τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητή τον Τιρς, ο οποίος αναγνώρισε το ταλέντο του και τον προσέλαβε,… …   Dictionary of Greek

  • Ματσάκης, Μίκης — (Μύρα Λυκίας 1900 – Αθήνα 1978). Ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική στο Παρίσι και στο Μόναχο και έζησε αρκετά χρόνια στην Αίγυπτο. Η ζωγραφική του χαρακτηρίζεται από μια προσωπική αντίληψη σύζευξης του εμπρεσιονισμού με τον εξπρεσιονιστικό υπαιθρισμό …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»